τρομερός

τρομερός
τρομ-ερός, ά, όν,
A trembling,

χεῖρες Hp.Acut.

(Sp.) 23 (where Gal.15.827 prefers τρομώδης)

; βάσις E.Ph.304

(lyr.);

γήρᾳ τ. γυῖα Id.HF231

; prob. so in Sapph.Supp.10.4.
2 trembling for fear, quaking, E.Tr. 176 (anap.), al.;

δεῖμα A.R.4.53

.
II fearful,

μάστιξ E.Rh.36

(anap.), cf. PMag.Par.1.266,357, PMag.Leid.V.4.30.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρομερός — trembling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομερός — ή, ό / τρομερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α αυτός που προξενεί τρόμο, φοβερός (α. «τρομερό θέαμα» β. «ἀλλ ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», Ευρ.) νεοελλ. 1. (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ μεγάλος, τεράστιος, ισχυρός («τρομερή μνήμη») β) (για… …   Dictionary of Greek

  • τρομερός — ή, ό επίρρ. ά 1. που προκαλεί τρόμο, τρομαχτικός, φρικιαστικός, απαίσιος: Τρομερή πυρκαγιά. 2. μτφ., ικανότατος: Τρομερός άνθρωπος. 3. μτφ., καταπληκτικός, τεράστιος, μέγιστος: Τρομερές επιπτώσεις στην πολιτική ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρομερά — τρομερός trembling neut nom/voc/acc pl τρομερά̱ , τρομερός trembling fem nom/voc/acc dual τρομερά̱ , τρομερός trembling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομερόν — τρομερός trembling masc acc sg τρομερός trembling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεραῖς — τρομερός trembling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεραί — τρομερός trembling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεροῖο — τρομερός trembling masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεροῖς — τρομερός trembling masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεροῖσι — τρομερός trembling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεροῖσιν — τρομερός trembling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”